- δυσβάτων
- δύσβατοςhard to traversemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεισούρα — I Φαράγγι του νομού Αιτωλοακαρνανίας στο όρος Αράκυνθος (894 μ.), από το οποίο διέρχεται η οδός που οδηγεί από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ στην έξοδό του προς τις λίμνες Λυσιμαχία… … Dictionary of Greek
Κένταυροι — Μυθολογικά όντα. Από τη μέση και πάνω είχαν ανθρώπινη μορφή (κεφάλι και στήθος), ενώ από τη μέση και κάτω είχαν σώμα και πόδια αλόγου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ζούσαν στα ορεινά δάση της Θεσσαλίας, στη δυτική Αρκαδία και στο ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
κλεισούρα — η 1. στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή δύσβατων τόπων: Ο Καραϊσκάκης φύλαγε με στρατό τις κλεισούρες. 2. η συνεχής παραμονή μέσα στο σπίτι: Δεν την αντέχει την κλεισούρα και θέλει να βγει έξω να ξεσκάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)